Ένας χρόνος από την Καταδίκη της Χρυσής Αυγής: Έτσι κερδίσαμε αυτή τη μάχη…

Αντιφασιστική λαοθάλασσα, αυτή ήταν η εικόνα της Αθήνας και των άλλων πόλεων στις 7 Οκτώβρη του 2020, την ημέρα που ανακοινώθηκε η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο κατέγραψαν μια διαδήλωση δεκάδων χιλιάδων έξω από το Εφετείο Αθηνών που όσο έφτανε το μάτι και από τις δυο πλευρές της λεωφόρου Αλεξάνδρας δεν είχε τέλος. Αντίστοιχα ήταν τα αντιφασιστικά ποτάμια πανελλαδικά.

Τα μαζικά συλλαλητήρια έκαναν το γύρο του κόσμου και σφράγισαν τη δικαστική απόφαση, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο στην κυβέρνηση και το δικαστήριο να ρίξουν τη ναζιστική συμμορία στα μαλακά. Τα χαρακτηριστικά τους αναδείκνυαν όλες τις κρίσιμες επιλογές που είχαν γίνει μέσα στο αντιφασιστικό κίνημα τα προηγούμενα χρόνια ανοίγοντας το δρόμο για την τεράστια αυτή νίκη.

Το πρώτο και βασικό στοιχείο ήταν ο απεργιακός τους χαρακτήρας. Εκείνη τη μέρα, η ΑΔΕΔΥ, το ΕΚΑ, δεκάδες ακόμα Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες κήρυξαν στάσεις εργασίας, αποφάσεις που μια σειρά σωματεία και σύλλογοι επέκτειναν σε 24ωρες απεργίες. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε χιλιάδες εργαζόμενους και εργαζόμενες, με την ιδιαίτερη βαρύτητα που σηματοδοτεί η παρουσία τους, να βρεθούν με τα πανό των συνδικάτων τους σε όλες τις συγκεντρώσεις.

Ο προσανατολισμός στην οργανωμένη εργατική τάξη ως τη δύναμη που μπορεί να βάλει φρένο στη φασιστική απειλή μπήκε από πολύ νωρίς και καθόρισε τις εξελίξεις. Από τη δολοφονία Φύσσα, όταν η αντιφασιστική απεργία και το μεγαλειώδες συλλαλητήριο που τη συνόδεψε προς τα κεντρικά γραφεία της Χρυσής Αυγής στη Μεσογείων τρόμαξε την κυβέρνηση Σαμαρά και την ανάγκασε να βάλει χειροπέδες στη ναζιστική οργάνωση. Μέχρι την πρώτη μέρα της δίκης, όταν ξανά η απεργιακή απόφαση των συνδικάτων σημάδεψε την πορεία προς τον Κορυδαλλό.

Αυτός ο προσανατολισμός ήταν καθοριστικός σε όλα τα βήματα μέχρι την καταδίκη. Η αντιφασιστική δράση των συνδικάτων των εκπαιδευτικών για παράδειγμα ήταν αυτή που έσπαγε τις απόπειρες των ναζί να εμποδίσουν την είσοδο των προσφυγόπουλων στα σχολεία. Αντίστοιχα των συνδικάτων των υγειονομικών που διέλυαν τις ρατσιστικές αιμοδοσίες «μόνο για Έλληνες» κρατώντας τις πύλες των νοσοκομείων ανοιχτές για όλους, ντόπιους, μετανάστες και πρόσφυγες.

Το δεύτερο στοιχείο των συλλαλητηρίων της 7 Οκτώβρη ήταν ο ενωτικός τους χαρακτήρας. Δίπλα στα συνδικάτα, βρέθηκαν καταλήψεις σχολείων, φοιτητικοί σύλλογοι, αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές οργανώσεις, κοινότητες μεταναστών και πρόσφυγες, ΛΟΑΤΚΙ+ και γυναικείες συλλογικότητες, σύνδεσμοι φιλάθλων, πρωτοβουλίες καλλιτεχνών, κόμματα και οργανώσεις από όλο το φάσμα της Αριστεράς, μαζί με χιλιάδες κόσμο. Ήταν μια ενότητα που χτίστηκε βήμα βήμα τα προηγούμενα χρόνια στα μέτωπα που άνοιγαν και στις γειτονιές που δίνονταν οι μάχες.

Ενιαίο μέτωπο

Στο κέντρο της βρισκόταν η αντίληψη ότι το τσάκισμα των νεοναζί χρειάζεται κινητοποίηση του μαζικού κινήματος με τα συνδικάτα μπροστά -όχι «καταδρομικές» επιχειρήσεις μιας αποφασισμένης μειοψηφίας ούτε εφησυχασμό ότι θα τους αντιμετωπίσει το λεγόμενο «συνταγματικό τόξο». Και ότι αυτό απαιτεί ενιαίο μέτωπο και κοινή δράση όλων των δυνάμεων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, όλων των κομματιών της Αριστεράς. Σε κάθε στιγμή, αποδείχτηκε ότι ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος πάλης. Στις γειτονιές, για να σπάει ο τρόμος που προσπαθούσαν να σπείρουν οι φασίστες με τις επιθέσεις τους και για να εκφράζεται κάθε φορά η πλειοψηφία που ήταν εναντίον τους. Στα σχολεία, για να απομονώνονται οι ομάδες των «αγανακτισμένων γονέων» που έστηναν οι χρυσαυγίτες για να χύνουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο. Στις κεντρικές κινητοποιήσεις και τις συνεχείς συγκεντρώσεις έξω από το δικαστήριο, όπου η παρουσία όλων των κομματιών του κινήματος έστελνε δυνατά το μήνυμα της απαίτησης της καταδίκης.

Το τρίτο στοιχείο των συλλαλητηρίων στις 7 Οκτώβρη ήταν ο αντιρατσιστικός τους χαρακτήρας. Επικεφαλής της πορείας από το Μετρό Αμπελοκήπων προς το Εφετείο μπήκαν οι Αιγύπτιοι αλιεργάτες, θύματα της δολοφονικής δράσης της Χρυσής Αυγής, μαζί με τους συνηγόρους τους της Πολιτικής Αγωγής. Και καταχειροκροτήθηκαν όταν ο Σαάντ Αμπού Χαμέντ χαιρετούσε από την εξέδρα που είχαν στήσει συλλογικότητες και φορείς μαζί με την ΚΕΕΡΦΑ απέναντι από το Εφετείο, λέγοντας: “Ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε για μας. Ήρθαμε σήμερα για να μην ξαναγίνει αυτό που έγινε στον Αμπουζίντ, τον Λουκμάν, τον Φύσσα και τόσους άλλους. Ήρθαμε για να διορθώσουμε αυτό το κακό. Να μην ξαναγίνει! Ήρθαμε στην Ελλάδα να εργαστούμε. Οι Έλληνες είναι καλοί άνθρωποι, είναι εργάτες, όπως είμαστε κι εμείς. Είμαστε όλοι αδέρφια και φίλοι. Πιστεύω ότι η Χρυσή Αυγή θα καταδικαστεί, και όλα θα πάνε καλά αν είμαστε όλοι μαζί”.

Η αναγκαιότητα σύνδεσης του αντιφασιστικού αγώνα με τον αντιρατσιστικό δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Χρειάστηκε μια ολόκληρη επιχειρηματολογία μέσα στο κίνημα αλλά και την Αριστερά ότι οι ρατσιστικές πολιτικές των κυβερνήσεων είναι το βασικό θερμοκήπιο των φασιστών. Κι ότι η πάλη για τα αντιρατσιστικά αιτήματα όπως τα ανοιχτά σύνορα για τους πρόσφυγες, η νομιμοποίηση όλων των μεταναστών ή το κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης δεν αποδυναμώνουν το αντιφασιστικό κίνημα, αντίθετα το ενισχύουν. Δεν ήταν μια προσπάθεια απλά θεωρητική, μεταφράστηκε σε πρωτοβουλίες. Με πιο σημαντικές τη διαδήλωση ενάντια στον φράχτη του Έβρου το 2016, τον αγώνα των Πακιστανών εργατών στον Ασπρόπυργο ενάντια στις φασιστικές επιθέσεις το 2017, όλες τις αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές κινητοποιήσεις κάθε χρόνο το Μάρτη.

Τέτοιες κρίσιμες επιλογές έγιναν πάνω σε όλα τα μέτωπα πάλης ενάντια στη ναζιστική συμμορία. Η μάχη για να κλείσουν τα γραφεία ορμητήριά της ήταν ένα από αυτά που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, ενάντια στην άποψη που έλεγε ότι από τη στιγμή που είναι “νόμιμο πολιτικό κόμμα”, τότε δικαιούται να έχει γραφεία και οργανώσεις όπως κάθε άλλη πολιτική δύναμη. Κορυφαία στιγμή ήταν το συλλαλητήριο το Σεπτέμβρη του 2017, λίγους μήνες μετά την επίθεση στο φοιτητή Αλέξη Λάζαρη, που βρήκε απέναντί του τις κλούβες της αστυνομίας επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν κινητοποιήσεις που τροφοδοτούσαν όσες ξεδιπλώθηκαν σε όλη τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια ενάντια στα ορμητήρια, από το Νέο Ηράκλειο μέχρι τον Πειραιά και από τα Χανιά μέχρι τη Ξάνθη, πετυχαίνοντας σε πολλές περιπτώσεις το σφράγισμά τους.

Κομμάτι αυτής της μάχης ήταν και η διακοπή της τηλεοπτικής προβολής της ναζιστικής συμμορίας, που τόσο οι Διοικήσεις της ΕΡΤ, όσο και οι μιντιάρχες των ιδιωτικών μέσων ήταν διατεθειμένοι να της προσφέρουν απλόχερα με τη δικαιολογία ότι ήταν ένα “κοινοβουλευτικό κόμμα” -σε αντίθεση με την κάλυψη της δίκης για την οποία δεν είχαν χρόνο.

Ήταν αγώνες που δόθηκαν παράλληλα με τη δικαστική διαδικασία, αντιμετωπίζοντας όλα τα ζητήματα που άνοιξαν στα πεντέμιση χρόνια εξέλιξής της. Για να υπάρχει Πολιτική Αγωγή, για να μεταφερθεί από τον Κορυδαλλό στο Εφετείο, για να επιταχυνθεί με τον ορισμό περισσότερων δικασίμων και με αποκλειστική απασχόληση των δικαστών, για να κοπεί η κρατική χρηματοδότηση στη ναζιστική συμμορία, για να μην πέσει στα μαλακά με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα. Αλλά και για να υπάρχει συνεχής παρουσία αντιφασιστικού κοινού δίπλα στη Μάγδα Φύσσα, τα θύματα και τους μάρτυρες, για να φτάνουν τα πορίσματα και τα νέα της διαδικασίας στον κόσμο έξω, για να μη περνούν οι προσπάθειες κωλυσιεργίας των συνηγόρων υπεράσπισης και οι προκλήσεις των φασιστών στο ακροατήριο με τις πλάτες της αστυνομίας.

Σε όλη αυτή την πολυμέτωπη δράση, με όλες τις κρίσιμες επιλογές που έκριναν το αποτέλεσμα της μάχης, οι δυνάμεις της ΚΕΕΡΦΑ έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το δίκτυο των τοπικών της επιτροπών, με τον ανοιχτό και ενωτικό τους χαρακτήρα, αλλά και τις αιχμηρές πρωτοβουλίες τους, συνέβαλε αποφασιστικά στο ξεδίπλωμα και τον πολιτικό εξοπλισμό του κινήματος.

Έτσι έφτασε να αποδομείται η ναζιστική οργάνωση και στις εκλογές του 2019, σε ανοιχτή κρίση πια, να μένει εκτός Βουλής. Ούτε και τότε όμως το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα σταμάτησε τη δράση για την καταδίκη της. Ιδιαίτερα μετά την εισαγγελική πρόταση ξέπλυμα των δολοφόνων και προκλητικής επανανομιμοποίησής τους, η οργή μεταφράστηκε σε κλιμάκωση όλων όσων είχαν προηγηθεί: των συλλαλητηρίων, των εκδηλώσεων, της παρουσίας στη δίκη. Κάνοντας στην τελική ευθεία για τις 7 Οκτώβρη το «Όλοι μαζί να σβήσουν οι ναζί» σύνθημα της συντριπτικής πλειοψηφίας.

Λένα Βερδέ

 

7/10/2020, Έξω από το Εφετείο τη μέρα της καταδίκης. Φωτό: Στέλιος Μιχαηλίδης


Και συνεχίζουμε

Οι επιθέσεις των φασιστικών συμμοριών στη Θεσσαλονίκη και στο Ν. Ηράκλειο στην Αθήνα σημειώνονται ένα χρόνο από την ιστορική καταδίκη της ναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής. Πέρα από την οργή που προκαλούν και την άμεση απάντηση με τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια παντού, οι φασιστικές προκλήσεις ανοίγουν και τη συζήτηση για το πώς αντιμετωπίζουμε τη φασιστική απειλή. Έχουμε την εμπειρία από τα προηγούμενα χρόνια και πρέπει να την αξιοποιήσουμε. 

Η κυβέρνηση της ΝΔ διά στόματος υπουργών και μια σειρά εφημερίδες και κανάλια έχουν τη δική τους «εξήγηση» για ότι συμβαίνει. Στην ουσία επαναφέρουν τη θεωρία των «δυο άκρων». Ο Συρίγος, υφυπουργός της Κεραμέως αφού καταδίκασε τη «βία από όπου και αν προέρχεται» είπε με θράσος «ότι βία άσκησαν και εκείνοι που επιτέθηκαν στους φασίστες». Κι ο Οικονόμου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε για «φασισμό οποιουδήποτε χρώματος», λίγο ακόμα και θα έλεγε του «κόκκινου και μαύρου φασισμού» κατά το παλιό σχήμα της μετεμφυλιακής Δεξιάς. Της παράταξης δηλαδή που ενσωμάτωσε κάθε ακροδεξιό κατακάθι από τους συνεργάτες των ναζί μεταπολεμικά μέχρι τη τριανδρία των «μεταφασιστών» του ΛΑΟΣ στην σημερινή της κυβέρνηση. Πρόκειται για μια θεωρία με κοντά ποδάρια σήμερα. Το αντιφασιστικό κίνημα την έκανε σκόνη επιβάλλοντας τελικά τη καταδίκη της ναζιστικής συμμορίας από το δικαστήριο πέρσι τον Οκτώβρη. 

Από αυτό χρειάζεται να ξεκινάει η συζήτηση για το πως απαντάμε στους φασίστες σήμερα. Γιατί με  αφορμή τις επιθέσεις της περασμένης βδομάδας ακούγονται ξανά απόψεις που υποτιμάνε με διάφορους τρόπους την περσινή νίκη. Κυμαίνονται από θέσεις όπως «σιγά την καταδίκη» μέχρι πιο περίτεχνες του στυλ «το κράτος ξεμπέρδεψε με μια θεσμική έκφραση του φασισμού, αλλά τον άφησε ανέπαφο γιατί τον χρειάζεται» και άλλα παρόμοια. 

Τέτοιες απόψεις έχουν λάθος γιατί καταρχήν δεν θέτουν το ερώτημα τι θα γινόταν αν η περσινή απόφαση ήταν διαφορετική, αν για παράδειγμα επικρατούσε η πρόταση της εισαγγελέως Οικονόμου. Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κωστής Παπαϊωάννου σε άρθρο του της προηγούμενης βδομάδας, θέτει το ερώτημα και το απαντάει σωστά:

«Ας σκεφτούμε: κι αν ήταν άλλη η απόφαση; Αν το δικαστήριο καταδίκαζε τον Ρουπακιά και έριχνε μερικές «ψιλές» στους άλλους;  Όχι, δεν έγινε αυτό. Δεν επέστρεψε η ηγεσία στο συνδικάτο του εγκλήματος. Δεν ξαναέδωσαν εντολές στα τάγματα εφόδου. Δεν κατασκήνωσαν ξανά στις τηλεοράσεις με τατουάζ μια αθωωτική απόφαση πλάι στη σβάστικα. Δεν χαριεντίστηκαν με πρόθυμους δημοσιογράφους. Δεν επιστρέψαμε στο 2013, η τότε διόγκωση της Χ.Α. δεν έγινε χείμαρρος που θα μας έπνιγε.

 Αυτό θα σήμαινε η αντίθετη απόφαση: θα γινόταν η Χ.Α. ξανά ‒και με τη βούλα πια‒ η άλλη όψη του βαθέος κράτους. Νομιμοποιημένη από πάνω, θα έκλεινε το μάτι στα στρώματα εκείνα της κοινωνίας που γοητεύτηκαν από την ωμή βία, τον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Να θυμόμαστε, λοιπόν, συνεχώς τη σημασία της απόφασης. Δεν ήταν ποτέ αυτονόητο ότι οι νεοναζί θα λογοδοτήσουν για την έκνομη δράση τους».

Οι συσχετισμοί δεν έχουν αλλάξει στο χρόνο που πέρασε. Οι φασιστικές ομάδες, θραύσματα και παρακλάδια της Χρυσής Αυγής, όντως προσπαθούν να ανασυνταχθούν στα περιθώρια που τους δίνει η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ με κεντρικό θερμοκήπιο τον επίσημο, θεσμικό ρατσισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των «φραγμένων» συνόρων. Όμως, δεν κολυμπάνε άνετα στο θολά νερά κάποιου υποτιθέμενου «εκφασισμού της κοινωνίας» όπως ακούγεται ξανά. 

Οι θεωρίες περί «εκφασισμού της κοινωνίας» ήταν πάντα λάθος. Ήταν και παραμένουν συνταγές παράλυσης. Είναι ανίκανες να αντιπαρατεθούν με την πολιτική των κυβερνήσεων που δικαιολογούν κάθε ρατσιστικό μέτρο λέγοντας ότι αυτό θέλει η «σιωπηλή πλειοψηφία». Γιατί αυτές οι θεωρίες αποδέχονται ότι η εργατική τάξη έχει καταπιεί όλες τις αντιδραστικές ιδέες της άρχουσας τάξης. Κάτι που δεν ισχύει και υποτιμάει τον κόσμο που παλεύει. Και γι’ αυτό το λόγο καταλήγουν σε αναζητήσεις για υποκατάστατα για το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα. 

Όπως η αντίληψη ότι η αντιφασιστική πάλη είναι υπόθεση μικρών «μαχητικών ομάδων» που θα απαντήσουν στρατιωτικά στις προκλήσεις. Αυτή η αντιμετώπιση δεν οδηγεί πουθενά. Το μαζικό κίνημα έχει τη δύναμη να κόβει το οξυγόνο από τις φασιστικές συμμορίες. Το είδαμε την Τετάρτη 29 Σεπτέμβρη στην ίδια την Σταυρούπολη. Όταν χιλιάδες εργαζόμενοι και νεολαία διαδήλωσαν με τα σωματεία, τους συλλόγους, τις οργανώσεις τους στους δρόμους της περιοχής με τους θρασύδειλους τραμπούκους εξαφανισμένους. 

Με αυτή τη δύναμη έχουμε να δώσουμε τις μάχες μας το επόμενο διάστημα. Και δεν υπάρχει σημείο που να μην είναι δικό μας, να μην μπορεί να εκφραστεί αυτή η δυναμική. Είναι εντελώς λάθος απόψεις που θεωρούν ότι τα σχολεία που πάνε τα παιδιά των πιο φτωχών οικογενειών, όπως τα ΕΠΑΛ, έχουν γίνει θερμοκήπια των φασιστών και το μόνο που μας μένει είναι να ευαισθητοποιήσουμε τα «παιδιά», να τα αναθρέψουμε με σωστές αρχές. Οι μαθητές και οι μαθήτριες έχουν βρεθεί ξανά και ξανά όλα τα προηγούμενα χρόνια στην πρώτη γραμμή των αντιφασιστικών αγώνων. Τα «παιδιά» έφερναν τους γονείς τους στις αντιφασιστικές διαδηλώσεις -ας θυμηθούμε τις εικόνες από την περσινή 7 Οκτώβρη- αγκαλιά με τα μεταναστόπουλα και προσφυγόπουλα συμμαθητές/τριες τους.  

Συλλογικά

Αντίθετα, η δράση των συνδικάτων της εκπαίδευσης είναι ο δρόμος για να απομονωθούν οι φασιστικοί θύλακες στα σχολεία και να κινητοποιηθούν συλλογικά εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς. Η αποφασιστική δράση των εκπαιδευτικών και των σωματείων τους έφραξε το δρόμο στους φασίστες που εφορμούσαν στα σχολεία για να μην μπουν τα προσφυγόπουλα. Η ΟΛΜΕ κήρυξε τη φετινή 7 Οκτώβρη μέρα αντιφασιστικής δράσης στα σχολεία καλώντας τις ΕΛΜΕ να την οργανώσουν. Θα γίνει ένα βήμα για τη μαζική και οργανωμένη συμμετοχή στα αντιφασιστικά και αντιρατσιστικά συλλαλητήρια της 9 Οκτώβρη.

Ο ρόλος των συνδικάτων είναι αποφασιστικός. Η μάχη ενάντια στις αντεργατικές επιθέσεις της ΝΔ είναι άμεσα δεμένη με τη μάχη ενάντια στις ρατσιστικές της επιθέσεις που δίνουν χώρο στους φασίστες. Η κυβέρνηση θέλει να διαλύσει τις συμβάσεις για όλους/ες και ταυτόχρονα στέλνει στους ξενοδόχους φίλους της για «μαθητεία», τζάμπα εργασία, 16χρονα προσφυγόπουλα. Απολύει χιλιάδες εργαζόμενους από τα νοσοκομεία με το πρόσχημα του εμβολιασμού, και ο «μεταφασίστας» Πλεύρης είναι εκεί, να κλείνει το μάτι στα φασισταριά που εμφανίζονται με το μανδύα του αντιεμβολιαστή. Η πάλη ενάντια στο ρατσισμό της κυβέρνησης δίνει δύναμη στον αγώνα των συνδικάτων της υγείας για μονιμοποιήσεις, μαζικές προσλήψεις για ΕΣΥ «για κάθε μετανάστη και ανασφάλιστο». 

Με αυτή την προοπτική οργανώνουμε τη δράση μας σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο δουλειάς και σπουδών. Ξεκινώντας από τα συλλαλητήρια του Σαββάτου 9 Οκτώβρη το αντιφασιστικό ποτάμι θα πνίξει τα φασιστικά κατακάθια και θα ξηλώσει την κυβέρνηση της φτώχειας, του ρατσισμού και του σεξισμού. 

Λέανδρος Μπόλαρης