Μάικλ Ρόμπερτς - Ελλάδα: Η απειλή του χρέους

Ο γνωστός μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς ήρθε στην Αθήνα και ήταν ομιλητής στον Μαρξισμό 2018 με θέμα τα 200 χρόνια του Μαρξ και την επικαιρότητα του έργου του για το Κεφάλαιο και τις κρίσεις του καπιταλισμού. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ενημέρωσε το μπλογκ του με ένα κείμενο που έχει τίτλο “Ελλάδα: το φάντασμα του χρέους”.

Στην εισαγωγή του κειμένου γράφει ότι “μόλις γύρισα από μια επίσκεψη στην Ελλάδα όπου μίλησα σε ένα συνέδριο για το βιβλίο μου Μαρξ 200. Όσο ήμουν εκεί, μίλησα με διάφορους ακτιβιστές της αριστεράς και πανεπιστημιακούς και φαίνεται ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο από τότε που είχα ξαναπάει πριν από δυο χρόνια. Από το 2010 η Ελλάδα άρχισε να βουλιάζει με γοργούς ρυθμούς στο Αιγαίο φτάνοντας στο βυθό το 2015. Αλλά από τότε η οικονομία παραμένει κολημένη στη λάσπη σχεδόν ακίνητη”.

Το κείμενο αναλύει τους παράγοντες της μακρόσυρτης κρίσης και καταλήγει: “Η κυβέρνηση ζητάει ελάφρυνση του χρέους από την Τρόικα αλλά αυτό που χρειάζεται πραγματικά είναι διαγραφή του χρέους, πραγματική φορολόγηση των πολύ πλούσιων που εξακολουθούν να αποφεύγουν οποιαδήποτε σκληρά μέτρα, πέρασμα των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων που ελέγχουν τις ελληνικές επενδύσεις σε δημόσια ιδιοκτησία και ένα κρατικό σχέδιο για επενδύσεις”.

Μπορείτε να διαβάσετε όλο το κείμενο στα αγγλικά εδώ.

Ακολουθεί η ελληνική μετάφραση.

Μόλις επέστρεψα από την Ελλάδα όπου μίλησα για το βιβλίο μου, Marx 200, σε ένα συνέδριο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου συζήτησα με αριστερούς ακτιβιστές και ακαδημαϊκούς κι από ότι φαίνεται η κατάσταση για τον ελληνικό λαό δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά από την προηγούμενη επίσκεψή μου δυο χρόνια πριν. Το 2010 η Ελλάδα άρχισε να βουλιάζει με ταχύτητα στο Αιγαίο και έπιασε πάτο το 2015. Από τότε η οικονομία έχει κολλήσει στη λάσπη του βυθού και ουσιαστικά έχει ακινητοποιηθεί.

Στο βιβλίο μου Η Μακρά Ύφεση (The Long Depression) εξήγησα τη διαφορά ανάμεσα σε μια «κανονική» κρίση στην καπιταλιστική παραγωγή και σε μια ύφεση. Η κρίση παίρνει τη μορφή του γράμματος V στις επενδύσεις και την παραγωγή: απότομη πτώση και στη συνέχεια εκτίναξη. Όμως, η ύφεση μοιάζει περισσότερο με το σύμβολο της τετραγωνικής ρίζας: πτώση που την ακολουθεί μια μικρή ανάκαμψη που δεν φτάνει στο προηγούμενο επίπεδο και παραμένει έτσι και στη συνέχεια. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας από το σημείο της κρίσης το 2010 μέχρι σήμερα ταιριάζει απόλυτα με αυτό το διάγραμμα.

Πέρσι η ελληνική οικονομία μεγεθύνθηκε κατά 1,4%. Ήταν η πρώτη φορά από το 2007 που το πραγματικό ΑΕΠ ξεπέρασε το 1%. Όμως, το εθνικό προϊόν είναι κατά 22% μικρότερο από την κορύφωσή του «μια κατάρρευση της παραγωγής ανεπανάληπτης στα χρονικά της σύγχρονης Ευρώπης και συγκρίσιμης με την ένταση της Μεγάλης Κρίσης στις ΗΠΑ»ενώ το μέσο βιοτικό επίπεδο (πραγματικοί μισθοί, συντάξεις, επιδόματα) έχει μειωθεί κατά 40%. Η ανεργία παραμένει σε επίπεδο άνω του 20% κι η ανεργία των νέων πλησιάζει το 40%.

 

Περισσότερες από 600.000 έχουν φύγει από τη χώρα αναζητώντας εργασία.

Επίσης, το ελληνικό κεφάλαιο παραμένει στο χώμα. Οι ακαθάριστες επενδύσεις είναι στο μισό της αξίας που είχαν προ κρίσης. 

Επιπρόσθετα, μέρος των ακαθάριστων επενδύσεων είναι η αντικατάσταση κεφαλαίου που απαξιώνεται όπως η αντικατάσταση φθαρμένων μηχανών ή η ανακαίνιση παλιών ξενοδοχείων. Η καθαρή επένδυση (μετά την αφαίρεση των αποσβέσεων από τις ακαθάριστες επενδύσεις) ανερχόταν στο 10% περίπου του ΑΕΠ πριν την κρίση, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι εκείνη την περίοδο τα κεφαλαιουχικά αποθέματα αυξάνονταν. Όμως, η καθαρή επένδυση έχει μειωθεί απόλυτα από το 2010 και ύστερα, οπότε το πραγματικό κεφαλαιουχικό απόθεμα της χώρας παρακμάζει.

Οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα πιέζονται από τα χαμηλά εταιρικά κέρδη (περιορίζοντας τα διαθέσιμα κονδύλια για επενδύσεις) και τους προβληματικούς ισολογισμούς των τραπεζών, με το 40% των συνολικών δανείων των ελληνικών τραπεζών να μην εξυπηρετούνται (γεγονός που περιορίζει  το διαθέσιμο τραπεζικό δανεισμό). Έτσι, παρόλο που η κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου έχει σημειώσει μια μικρή ανάκαμψη˙ βασισμένη στην πτώχευση αδύναμων και μικρότερων επιχειρήσεων, την τεράστια ανεργία και τη μείωση των πραγματικών μισθών, το ποσοστό του κέρδους παραμένει κάτω από τα επίπεδα του 2010.

Επίσης, οι εργάτες κι οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν την κατακόρυφη αύξηση των φορολογικών βαρών. Αυτό γίνεται για να εκπληρωθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που έχει θέσει η τρόικα (ΕΚΤ, ΔΝΤ και Eurogroup) και περιλαμβάνονται σε μια σειρά προγραμμάτων «διάσωσης» που επέβαλε από το 2010. Όταν το τσουνάμι της Μεγάλης Ύφεσης και της κατάρρευσης της χρηματοπιστωτικής φούσκας έφτασε στον αδύναμο ελληνικό καπιταλισμό το 2010 το ελληνικό δημόσιο χρέος ανερχόταν στο 80% του ΑΕΠ. Αυτή τη στιγμή το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ. Γιατί;

Επειδή οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες απαίτησαν την αποπληρωμή των τραπεζικών ομολόγων και των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που είχαν αγοράσει πριν το 2010 στην πλήρη ονομαστική τους αξία, όταν τα επιτόκια ήταν τόσο υψηλά. Όμως, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν αυτά τα ομόλογα γιατί οι έλληνες καπιταλιστές χρεωκοπούσαν ή σταματούσαν να εξυπηρετούν τα δάνεια που είχαν πάρει από τις τράπεζες.

Με την οικονομία να καταρρέει το ελληνικό κράτος ήταν επίσης να διασώσει τις τράπεζες και να αποπληρώσει τα ομόλογά του. Το αυξανόμενο κόστος της ανεργίας και των επιδομάτων σε συνδυασμό με την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων εκτόξευε το δημόσιο έλλειμμα σε επίπεδα ρεκόρ.

Η λιτότητα μπήκε πλέον στην ημερήσια διάταξη. Οι εργάτες έπρεπε να επωμιστούν, ως φορολογούμενοι, το βάρος της εξυπηρέτησης και αποπληρωμής του χρέους του καπιταλιστικού τομέα. Οι συντηρητικές κυβερνήσεις συμφώνησαν με τη τρόικα σε μια σειρά περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και στις θέσεις εργασίας στο δημόσιο, ιδιωτικοποιήσεων και μείωσης των συντάξεων. Όμως, τα διαδοχικά προγράμματα παρά τις θυσίες που επέβαλαν, απέτυχαν να σταθεροποιήσουν την οικονομία. Η συνέχεια ήταν κι άλλα δάνεια από τους επίσημους «θεσμούς» συνοδευόμενα με μεγαλύτερη λιτότητα.

Το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του 2015 με την υπόσχεση ότι θα αντισταθεί σε περαιτέρω μέτρα λιτότητας και καλώντας σε αποκήρυξη του χρέους. Κι ο ελληνικός λαός, όπως γνωρίζουμε, τον Ιούλη του 2015 είπε όχι στα μέτρα της τρόικα με 60%. Όμως, λίγες μόνο μέρες μετά το δημοψήφισμα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνθηκολόγησε μπροστά στις πιέσεις του κεφαλαίου, με την ΕΚΤ να σταματάει τις πιστώσεις και την υποστήριξη στις ελληνικές τράπεζες οι οποίες έκλεισαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε ένα νέο πρόγραμμα που έφερε το χρέος στο σημερινό επίπεδο του 180% του ΑΕΠ.

Αυτό το πρόγραμμα τελειώνει τον Αύγουστο και μέσα στις επόμενες μέρες το Eurogroup κι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Όμως, όπως το θέτει μια πρόσφατη έκθεση κάποιων κορυφαίων «ορθόδοξων» οικονομολόγων: «Ένα φάντασμα συνεχίζει να στοιχειώνει όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τους δανειστές της. Με βάση όλες τις ρεαλιστικές εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, το ύψος των επιτοκίων και τα δημοσιονομικά αποτελέσματα, το δημόσιο χρέος είναι μη-βιώσιμο, κάτι που ουσιαστικά έχουν αναγνωρίσει οι επίσημοι δανειστές». Παρά την ατέλειωτη λιτότητα, με τα πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς, το επίπεδο του χρέους έχει μείνει ανεπηρέαστο -επειδή όσο γρήγορα περικόπτει τις δαπάνες η κυβέρνηση τόσο αυξάνονται τα δάνεια- όχι όμως για να ενισχυθούν οι δημόσιες υπηρεσίες αλλά για πληρωθούν προηγούμενα δάνεια του ΔΝΤ και της ΕΚΤ!

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει ότι της έχει ζητήσει η τρόικα και τώρα, λιγότερο από ένα χρόνο από τις εκλογές, ζητάει απελπισμένα κάποια «ανακούφιση του χρέους» για να πείσει τους ψηφοφόρους ότι τελικά η κατάσταση βελτιώνεται. Το ΔΝΤ συμφωνεί ότι χρειάζεται μια ελάφρυνση του χρέους όπως και μια κάπως λιγότερο αυστηρή λιτότητα. Όμως, το Eurogroup δεν συμφωνεί. Μέχρι στιγμής αρνείται να μειώσει τα επιτόκια στα δάνειά του (ήδη είναι πολύ χαμηλά) ή να επεκτείνει το χρόνο αποπληρωμής τους (ήδη στη δεκαετία του 2030). Και σίγουρα δεν θέλει οποιαδήποτε περικοπή της ονομαστικής αξίας του χρέους (διαγραφή) γιατί θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα εκληφθεί ως προηγούμενο από μελλοντικούς οφειλέτες που θα πιστέψουν ότι μπορούν να ξεφύγουν χωρίς να πληρώσουν.

Το Eurogroup ισχυρίζεται ότι οι Έλληνες θα πρέπει να είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους και να αναπτυχθούν αφού έχουν εκπληρώσει τους όρους του τελευταίου προγράμματος και άρα μπορούν να επιστρέψουν στον «κανονικό» δανεισμό από τις αγορές. Το ΔΝΤ και η πλειοψηφία των οικονομολόγων διαφωνούν με αυτό τον ισχυρισμό. Το ΔΝΤ εκτιμάει ότι το βάρος του χρέους είναι πολύ μεγάλο ώστε γενεές Ελλήνων να το εξυπηρετούν επ’ αόριστο μέσω της φορολογίας και των περικοπών. Ωστόσο, απαιτεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα αποδεκατισμού των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, απορρύθμισης των αγορών, συνέχισης των ιδιωτικοποιήσεων. Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανακοίνωση του ΔΝΤ: «Παρά την πρόοδο στο μέτωπο των δομικών αλλαγών, η φιλελευθεροποίηση των περιορισμών που επιδεινώνουν το επενδυτικό κλίμα, παραμένει η δεσπόζουσα πρόκληση. Συνεπώς, οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους για αναστροφή των βασικών μεταρρυθμίσεων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, και αντίθετα θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ένταση της προσπάθειας για άνοιγμα των προστατευόμενων, μέχρι τώρα, αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, ούτως ώστε να διευκολυνθούν οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας».

Η πραγματικότητα είναι ότι με την ελληνική οικονομία να μην αποκτάει πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% στο προβλέψιμο μέλλον και την αποπληρωμή του χρέους να απορροφάει το 15% του ΑΕΠ και να αυξάνεται, δεν υπάρχει τρόπος για τον ελληνικό καπιταλισμό να αποφύγει τη φυλακή των δανειστών.

Στα τέλη του 2015 το 75% του δημόσιου χρέους είχε τη μορφή επίσημων δανείων. Ένα πρόσθετο 6% ήταν ομόλογα που κατείχαν ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες και ένα ακόμα ποσοστό βρισκόταν στα χέρια ελληνικών (κυρίως δημοσίων) τραπεζών. Ακόμα και αν η Ελλάδα κατορθώσει να φτάσει σε ένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό φέτος, στο μέλλον θα χρειαστεί νέο δανεισμό. Το τρέχον δάνειο των 16 δις από το ΔΝΤ πρέπει να αποπληρωθεί μέχρι το 2021 και τα 20 δις ευρώ της ΕΚΤ και των κεντρικών ευρωπαϊκών τραπεζών μέχρι το 2026. Τα ομόλογα αξίας 3 δις ευρώ που δεν «αναδομήθηκαν» το 2012 χρειάζεται επίσης να πληρωθούν. Η αποπληρωμή των υπόλοιπων ομολόγων αξίας 31 δις που «αναδομήθηκαν» το 2012 θα ξεκινήσει το 2023. Σύμφωνα με το ισχύον χρονοδιάγραμμα τα διακρατικά δάνεια ύψους 51 δις από τους ευρωπαίους εταίρους που συνάφθηκαν στο πρώτο πρόγραμμα θα πρέπει να αποπληρωθούν ανάμεσα στο 2020 και το 2040.

Η ομάδα των οικονομολόγων κάνει σαφές ότι: «Η επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους χωρίς ελάφρυνση του ονομαστικού χρέους…θα απαιτούσε μια μεγάλη αύξηση της συνολικής έκθεσης του επίσημου ευρωπαϊκού τομέα από τα αναμενόμενα επίπεδα, της τάξης δηλαδή του 50% ή και περισσότερο. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε επίσης ότι η Ελλάδα θα συνέχιζε να αποπληρώνει τα χρέη τους στους επίσημους ευρωπαίους δανειστές μέχρι και τον 22ο αιώνα»!   

Καθώς η οικονομία σέρνεται η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να προσφέρει καμιά ανακούφιση από την σκληρή φτώχεια και τα φορολογικά βάρη στους ψηφοφόρους της. Αντίθετα, από την 1η Γενάρη του 2019 οι ήδη πετσοκομμένες συντάξεις θα υποστούν μια νέα μείωση της τάξης του 18%. Η κυβέρνηση ζητάει ελάφρυνση του χρέους από την τρόικα. Όμως, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι η διαγραφή του χρέους, η βαριά φορολόγηση των πολύ πλουσίων που δεν τους αγγίζουν τα πιο αυστηρά μέτρα, η κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων που ελέγχουν τις επενδύσεις στην Ελλάδα και η υλοποίηση ενός μεγάλου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Αυτά χρειάζονταν να γίνουν το 2015 όταν ο ελληνικός λαός καταψήφισε τα μέτρα της τρόικα. Τρία χρόνια μετά τίποτα δεν έχει αλλάξει πραγματικά και, ως αποτέλεσμα, η συμμετοχή στις επόμενες εκλογές θα μειωθεί και το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάδειξη ενός δεξιού κυβερνητικού συνασπισμού. Η απειλή του χρέους, όμως, θα παραμείνει.